- ὑπογράφῃς
- ὑπογράφωwrite underpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπογραφῆς — ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc nom pl ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc nom/voc pl ὑπογραφή written accusation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… … Dictionary of Greek
Ζυρίχη — (γερμ. Zürich, γαλλ. Zurich, ιταλ. Zurigo). Πόλη (337.900 κάτ. το 2000) της Ελβετίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.728 τ. χλμ., 1.227.900 κάτ.). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης της Ζ., στις εκβολές του ποταμού Λίματ και στη… … Dictionary of Greek
въображеныи — (26) прич. страд. прош. 1. Уподобленный, сформированный: блазѣ ѹбо и мѩкъцѣ ѥще сѹщи д҃ши. ˫ако воскѹ мѩкъкѹ образѣхъ наложенѹ. ˫асно въбраженѣ. во всѩ бл҃гоѹтверженьѥ. ПНЧ XIV, 16г; но тою же вѣрою въображенъ. ГБ XIV, 37б; Но аще нѣ(с) образа ни … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подъписаниѥ — ПОДЪПИСАНИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1.Подписание документа, заверка подписью: неѹдобно ѥсть и брѣмѧ тѧжько. внегда писани грамоты къ ц(с)рмъ. или къ болѧромъ всѣго събора ѡц҃мъ подъписани˫а ради събиратисѧ. КР 1284, 127в. 2. То, что написано (документ):… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αστερίσκος — ο (AM ἀστερίσκος) [αστήρ] 1. μικρός αστέρας 2. σημείο των Γραμματικών της Αλεξάνδρειας που χαρακτηρίζει τα κείμενα που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα γνησιότητας (αντίθετα με τον οβελό [*], που δηλώνει τα κείμενα που πρέπει να εξοβελιστούν ως νόθα).… … Dictionary of Greek
γνήσιος — α, ο (AM γνήσιος, α, ον) 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο 2. (για γένος, γενιά) ανόθευτος, αγνός 3. (για αδέλφια) που είναι από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα 4. αληθινός, πραγματικός 5. ανόθευτος 6. το ουδ. ως ουσ. γνήσιο … Dictionary of Greek
επικύρωση — η (AM ἐπικύρωσις) [επικυρώνω] η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ. β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας»,… … Dictionary of Greek